Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η μπλούζα

См. также в других словарях:

  • μπλούζα — η (λ. γαλλ.) 1. είδος ενδύματος που καλύπτει το πάνω μέρος του κορμιού. 2. ειδική στολή που φορούν γιατροί, εργάτες κτλ.: Κατάλαβα ότι ήταν ο γιατρός γιατί φορούσε άσπρη μπλούζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλούζα — η 1. ένδυμα που καλύπτει το επάνω μέρος τού σώματος 2. εξωτερικό ευρύχωρο ένδυμα εργασίας εργατών, μαθητών, γιατρών, νοσοκόμων, ερευνητών εργαστηρίων χημείας ή φυσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. blouse, άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μπλουζάκι — το (υποκορ. τού μπλούζα) ελαφριά ή πρόχειρη μπλούζα …   Dictionary of Greek

  • μπλουζίτσα — η (υποκορ. τού μπλούζα) ελαφριά ή πρόχειρη μπλούζα …   Dictionary of Greek

  • κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μπάζω — 1. βάζω μέσα, εισάγω κάτι σε έναν χώρο («μπάζω τα παλιά πράγματα στην αποθήκη») 2. μτφ. δίνω θέση, παρέχω αρμοδιότητα («εκείνος οπού στην διεύθυνσιν τών εργασιών του μπάζει σύντροφο την γυναίκα του», Λασκαρ.) 3. (για υφάσματα, και ενδύματα)… …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

  • ξεβάφω — 1. βγάζω το χρώμα από κάτι, αποχρωματίζω («ο ήλιος μου ξέβαψε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω («ξέβαψαν τα μαλλιά μου») 3. (σχετικά με μέταλλα) αφαιρώ με πύρωση ή άλλο τρόπο τη βαφή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»